- Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα
- Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί.
Τα μπαλέτα Κ.-Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία Πετρούπολη το 1738, για τα παιδιά των αξιωματούχων της τσαρικής Αυλής. Αρχικά, οι δάσκαλοι είχαν όλοι ξένη καταγωγή, αν και αρκετές χορεύτριες ήταν Ρωσίδες, και ο χορογράφος Σαρλ Ντιντελό προωθούσε χορογραφίες με ρωσικά θέματα. Την περίοδο 1840-60, στη σχολή δίδαξαν Γάλλοι χορογράφοι μεταξύ των οποίων ο Ζιλ Περό, ο Αρτίρ Σεν Λεόν και ο Μαριούς Πετιπά. Το 1889 το συγκρότημα μεταφέρθηκε στο Θέατρο Μαρίινσκι. Ο Πετιπά αναβάθμισε ακόμη περισσότερο το συγκρότημα, απογειώνοντας την τέχνη του κλασικού χορού με τις εξαιρετικές χορογραφίες του. Παράλληλα δημιούργησε ένα επιτελείο Ρώσων χορευτών οι οποίοι έως τα τέλη της δεκαετίας του 1890 ήταν ισάξιοι με τους καλύτερους ξένους ομότεχνούς τους. Την περίοδο εκείνη ο Πετιπά μαζί με τον Λεβ Ιβανόφ ανέβασαν τα έργα του Τσαϊκόφσκι Η ωραία κοιμωμένη (1890), Η λίμνη των κύκνων (1895) και Ο καρυοθραύστης. Διάσημοι χορευτές εκείνης της εποχής ήταν η Άννα Πάβλοβα και ο Βάσλαβ Νιζίνσκι.
Το συγκρότημα επιβίωσε μετά τη Ρωσική επανάσταση και, αφού πέρασε κάποια χρόνια ταλαιπωριών και πειραματισμών, τη δεκαετία του 1930 άρχισε να ανεβάζει έργα με σοβιετική θεματολογία, όπως Οι φλόγες του Παρισιού (1932), του Βασίλι Βαϊνόνεν. Η σπουδαία χορεύτρια και δασκάλα Αγριππίνα Βαγκάνοβα (1879-1951) ανέπτυξε νέες τεχνικές διδασκαλίας του κλασικού μπαλέτου οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την άνθησή του στη Σοβιετική Ένωση.
Το 1935 το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Μπαλέτα Κίροφ, προς τιμήν του κομουνιστή ηγέτη και στελέχους της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ (όπως λεγόταν τότε η Αγία Πετρούπολη) Σεργκέι Κίροφ. Οι γνωστότερες από τις παραστάσεις των επόμενων χρόνων είναι η Λαυρεντία (1939) του Κακμπουκιάνι και Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1940) του Προκόφιεφ, διασκευασμένο από τον Λαβρόφσκι, με την Γκαλίνα Ουλάνοβα.
Υπό τη διεύθυνση του Κονσταντίν Σεργκέγιεφ και της Νατάλια Νταντίνσκαγια, το συγκρότημα έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του στη Δύση, τη δεκαετία του 1960. Με τη νέα γενιά χορευτών, την οποία αντιπροσώπευαν η Νατάλια Μακάροβα, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ και ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, δικαιώθηκε η διδασκαλία της Βαγκάνοβα. Η επακόλουθη αποσκίρτηση των τριών αυτών και κάποιων άλλων χορευτών στη Δύση είχε πολιτικό αντίκτυπο στον προσανατολισμό του συγκροτήματος.
Υπό τη διεύθυνση του Όλεγκ Βινογκράντοφ (1967-97), εξακολούθησε να δίδεται έμφαση στο ανέβασμα των κλασικών έργων και ελάχιστα έργα ξένων χορογράφων προστέθηκαν στο ρεπερτόριό του.
Το 1991, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του σοβιετικού καθεστώτος και των επακόλουθων αλλαγών, το συγκρότημα μετονομάστηκε σε μπαλέτα Κ.-Μ. της Αγίας Πετρούπολης. Το 1997 ο Όλεγκ Βινογκράντοφ παραιτήθηκε και ο Βαλερί Γκεργκίεφ, γενικός διευθυντής του Θεάτρου Μαρίινσκι, ανέλαβε τη διοίκηση του συγκροτήματος και υπέδειξε τον Μακάρμπεκ Βαζίεφ, έναν χορευτή από τη βόρεια Οσετία, ως διευθυντή. Αν και αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, το μπαλέτο κατόρθωσε να διευρύνει το ρεπερτόριό του, με έργα όπως Η ιεροτελεστία της άνοιξης του Στραβίνσκι, χορογραφημένο από τον Γιεβγκένι Παμφίλοφ (1996) κ.ά. Ανέδειξε επίσης μια νεότερη γενιά ταλαντούχων χορευτών, μεταξύ των οποίων τον Βίκτορ Βαρανόφ, την Ουλιάνα Λοπάτκινα, την Ντιάνα Βισνέβα, τη Σβετλάνα Ζαχάροβα και τον Ίγκορ Ζελένσκι.
Στιγμιότυπο από χορευτική παράσταση των μπαλέτων Κίροφ-Μαρίινσκι (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.